- ὑψιων
- ὑψῐων, ὕψιστοςa comp., higher πότερον δίκᾳ τεῖχος ὕψιον ἢ σκολιαῖς ἀπάταις ἀναβαίνει ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (ὕψιστον v. l.) fr. 213. 1.b superl., highestI met.
στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100
εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.51
ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι (supp. e Σ G—H.) Pae. 2.38 frag. ὑ]ψιστου[ (supp. Lobel) P. Oxy. 2446, fr. 4b.II (cf. ὕπατος) epith. of Zeus.Διὸς ὑψίστου N. 1.60
Ζηνὸς ὑψίστου N. 11.2
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.